Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

ΑΓΡΙΟΓΙΔΟ (rupicapra rupicapra)



Ποιός από τους χιλιάδες που έχουν περπατήσει στην αλπική ζώνη του Ολύμπου δεν συναντήθηκε με κοπάδια από αγριόγιδα. Λίγοι βέβαια έχουν την ικανότητα και σε εξοπλισμό αλλά και σε τεχνική ώστε να μπορέσουν να τα φωτογραφίσουν. Εγώ προσωπικά τα έχω συναντήσει εκατοντάδες φορές αλλά όποτε προσπάθησα να τα φωτογραφήσω, πραγματικά φωτογράφισα κουκίδες και τίποτα περισσότερο. Ας δούμε κάποιες πληροφορίες που μαζέψαμε για αυτά τα ζώα που με το χαρακτηριστικό τους βλέμμα μας παρακολουθούν όταν κουρασμένοι προσπαθούμε να ανέβουμε τις πλαγιές του ψηλότερου βουνού της χώρας μας:

Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra)
Το αγριόγιδο είναι ορεσίβιο μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Απαντά σε ορεινές περιοχές της Ευρώπης, περιλαμβάνοντας τις Άλπεις, τα Πυρηναία, τα Καρπάθια, τα Όρη Τάτρα, τα Βαλκάνια, μέρη της Τουρκίας, τον Καύκασο και τα Απέννινα, καθώς έχει εισαχθεί στο Νότιο Νησί της Νέας Ζηλανδίας. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Rupicapra rupicapra και περιλαμβάνει 7 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος R. r. balcanica.
ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΔΟΥΣ
  • Χαρακτηριστικά κυρτά προς τα πίσω κέρατα
  • Αλλαγή τριχώματος κάθε εποχή


Η αγγλική ονομασία προέρχεται από το γαλλικό chamois. Αυτό προέρχεται από το γαλατικό camox (που πιστοποιήθηκε στα Λατινικά τον 5ο αιώνα), όπου είναι ίσως δανεισμένο από κάποιες Αλπικές γλώσσες (Ραίτικα, Λυγίρικα). Η γαλατική μορφή επίσης υπόκεινται στα Γερμανικά Gemse, Gams, Gämse, το Ιταλικό Camoscio και το λαντίνο Ciamorz. Επικρατεί αβεβαιότητα ως προς το ζώο στο οποίο αναφέρεται η εβραϊκή λέξη ζέμερ, η οποία αποδίδεται με διάφορους τρόπους: «αγριόγιδο», «αίγα των βουνών», «πρόβατο των βουνών», «αγριοπρόβατο», «άγριος κριός» και «αντιλόπη». Αλλού χρησιμοποιείται απλώς η μεταγραφή «ζέμερ». Η εβραϊκή ρίζα από την οποία παράγεται η λέξη ζέμερ πιστεύεται ότι συγγενεύει με την αραβική λέξη ζαμάρα (αναπηδώ, τρέπομαι σε φυγή), πράγμα που υποδηλώνει ένα ζώο το οποίο αναπηδάει ή κάνει άλματα, άρα παρόμοιο με τη γαζέλα. Μερικοί ζωολόγοι υποστηρίζουν ότι το αγριόγιδο δεν υπήρξε ποτέ στην Παλαιστίνη. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι τοπικές ποικιλίες αυτού του ζώου βρίσκονται στα Καρπάθια και στα βουνά του Καυκάσου, και γι’ αυτό πιθανώς να υπήρξε κάποτε μια ποικιλία αγριόγιδου στις οροσειρές του Λιβάνου. Η ελληνική ονομασία οφείλεται κυρίως στην άγρια κατάσταση του είδους.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΙΔΟΥΣ
Πρόγονος του αγριόγιδου θεωρείται η Παχυγαζέλα, που έζησε πριν από 3 εκατομμύρια μέχρι 700.000 χρόνια, στις περιοχές της κεντρικής και της ανατολικής Ασίας, απ' όπου και επεκτάθηκε προς τα δυτικά και νοτιοανατολικά. Στις χιλιετηρίδες που ακολούθησαν, αφού πέρασαν χερσαίες γέφυρες, που σήμερα έχουν κατακλυστεί, διαφοροποιήθηκαν, άλλαξαν όψη και έδωσαν νέα είδη, όπως το Αγριόγιδο των Βραχωδών Ορέων (Oreamnos americanus), οι Αιγόκεροι της Ιαπωνίας (Capricornis crispus) και τα αγριόγιδα, που τα αρχαιότερα υπολείμματά τους ανευρέθησαν στα Πυρηναία και έχουν ηλικία 400.000 περίπου χρόνων. Το αγριόγιδο κατανέμεται σχεδόν αποκλειστικά στην Ευρώπη, εκτός των περιοχών της Τουρκίας και του Καυκάσου. 

Η φυσική του κατανομή βρίσκεται στις Άλπεις (όπου βρίσκονται οι περισσότεροι πληθυσμοί), τα Καρπάθια, τα Όρη Τάτρα, τα Βαλκάνια (Αλβανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Βόρεια Μακεδονία., Κροατία, Σλοβενία κλπ.), και τη Μικρά Ασία (Καύκασος και βορειοανατολική Τουρκία). Επίσης έχει επανεισαχθεί στη Πολωνία και τη κεντρική Γαλλία, ενώ άτομα Αλπικών αγριόγιδων έχουν εισαχθεί στο Νότιο Νησί της Νέας Ζηλανδίας. Στην Ελλάδα απαντάται σε επτά ορεινούς όγκους, την Ροδόπη (όρια με την Βουλγαρία), την Βόρεια Πίνδο (Τύμφη), την Κεντρική-Νότια Πίνδο (Οίτη, Βαρδούσια, Γκιώνα), την Στερεά Ελλάδα, τον Όλυμπο, την Τζένα - Πίνοβο και στην Νεμέρτσικα. Επίσης πληθυσμοί απαντούν και στα σύνορα με την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία. Η Οίτη, μαζί με τα βουνά της Γκιώνας και των Βαρδουσίων αποτελούν το νοτιότερο άξρο της εξάπλωσης του είδους.

ΒΙΟΤΟΠΟΣ ΑΓΡΙΟΓΙΔΟΥ
Το αγριόγιδο είναι ζώο που προτιμά τους ορεινούς βιότοπους, κυρίως στο όριο των 1.600-2.000 μέτρων, αλλά τον χειμώνα κατεβαίνουν και χαμηλότερα. Ιδανικός βιότοπος είναι οι γκρεμοί, όπου βρίσκει προστασία από τους θηρευτές. Επίσης οι ορθοπλαγιές, οι βραχώδεις πλαγιές, τα απότομα δάση, οι σάρες, τα λούκια και τα υποαλπικά λιβάδια. Επιλέγει τα δάση κυρίως τον χειμώνα, λόγω της δύσκολης διάβασης και της δύσκολης εύρεσης τροφής στις πλαγιές εξαιτίας του χιονιού. Όταν μπει η άνοιξη, αρχίζουν να ανεβαίνουν σε ψηλότερα σημεία και για να αποφύγουν τη μεγάλη ζέστη το καλοκαίρι, αποτραβιούνται στις δροσερές περιοχές του βιότοπου.

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΟΓΙΔΟΥ
Το αγριόγιδο είναι ένα μεσαίου μεγέθους βοοειδές, λίγο μεγαλύτερο από την οικόσιτη κατσίκα. Έχει σώμα στιβαρό και «στρουμπουλό», κυρίως το χειμώνα, καθώς το καλοκαίρι είναι πιο λεπτό. Το κεφάλι του και η βάση του κεφαλιού είναι λευκά ως το όριο ένωσής του με τον λαιμό. Επίσης έχει δύο ευδιάκριτες καστανόμαυρες ή κατάμαυρες ρίγες στις δύο πλευρές του προσώπου του, οι οποίες ξεκινάνε από τα αυτιά, περνάνε από τα μάτια και καταλήγουν λίγο πριν τη μουσούδα. Τα αυτιά του είναι μακριά και καμπυλώνουν στις άκρες. Από την πίσω μεριά έχουν μαύρο χρώμα, ενώ η μέσα μεριά είναι λευκή. Η ουρά του είναι κοντή και φουντωτή καθ'όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τα άκρα του καταλήγουν σε σκληρές ελαστικές οπλές που προσφέρουν σταθερό πάτημα στις μικρές προεξοχές των βράχων, αλλά και στις περιπτώσεις όπου το χιόνι είναι βαθύ αυτές ανοίγουν και καταλαμβάνουν μεγαλύτερη επιφάνεια και βυθίζονται λιγότερο στο μαλακό υπόστρωμα. Οι εξωτερικές άκρες στις οπλές είναι ακονισμένες και σκληρές, έτσι ώστε να μπορούν τα ζώα να εκμεταλλευτούν ακόμη και τις πιο μικρές προεξοχές των βράχων, για να στηριχτούν κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους. Η παρουσία μιας πτυχής του δέρματος δίνει τη δυνατότητα για καλύτερο βάδισμα στο χιόνι.  Τα αγριόγιδα της Νέας Ζηλανδίας τείνουν να ζυγίζουν περίπου 20 % λιγότερο από το Ευρωπαϊκά άτομα της ίδιας ηλικίας, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι προμήθειες τροφίμων μπορεί να είναι περιορισμένες. Το τρίχωμά τους διαφέρει ανάλογα με την εποχή. Έχουν κοντό και γκριζοκάστανο ή πορτοκαλοκόκκινο τρίχωμα το καλοκαίρι, ενώ φουντωτό και σχεδόν μαύρο τον χειμώνα. Στο καλοκαιρινό τρίχωμα, το χρώμα του σώματος είναι γκριζοκάστανο, ενώ το χρώμα των ποδιών και της κοιλιάς είναι μαύρο και προκαλεί αντίθεση. Στο χειμερινό τρίχωμα, όλο το σώμα έχει την ίδια σχεδόν απόχρωση. Στη ράχη του, επίσης, φέρει μια γραμμή σκούρου τριχώματος, που ονομάζεται «γένι». Αυτή η γραμμή φαίνεται καθαρά μόνο στο καλοκαιρινό τρίχωμα. Επίσης, είναι εμφανές το όταν αλλάζουν τρίχωμα ανά εποχή. Κύριο χαρακτηριστικό του αγριόγιδου αποτελούν τα κυρτά προς τα πίσω κέρατα σαν αγκίστρια, που φέρουν και τα δύο φύλα. Του αρσενικού να είναι οξύληκτα και και κυρτά προς τα μέσα, ενώ του θηλυκού είναι κυρτά και ελαφρώς προς τα έξω και είναι πιο λεπτά από του αρσενικού με λιγότερη κύρτωση. Αυτά όμως δεν είναι τα πραγματικά κέρατα , αλλά «θήκες», που περιβάλουν το κέρατο (αυτό συμβαίνει σε όλα τα Αιγώδη). Αυτές οι «θήκες» περιλαμβάνονται από 10 ή περισσότερες στρώσεις κερατίνης, που φέρουν μικρούς, σχεδόν μη διακριτούς δακτύλιους. Η κάθε στρώση έχει πάχος 1 χιλιοστό και φαίνονται πιο καθαρά στο τέλος της «θήκης». Τα πραγματικά κέρατα του αγριόγιδου βρίσκονται μέσα από τη «θήκη», αποτελούνται από οστό και είναι πιο κοντά (περίπου το μισό μέγεθος της «θήκης»). Το αγριόγιδο έχει εσωτερική θερμοκρασία 39,5 βαθμούς, για να αμύνεται απέναντι στο χειμερινό ψύχος. Οι διαστάσεις της καρδιάς του είναι μεγάλες (350 γρ. βάρος), ενώ ο αυξημένος αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων καθιστά δυνατή την ταχεία και αποτελεσματική οξυγόνωση του αίματος ακόμη και σε μεγάλο υψόμετρο, όπου ο αέρας είναι αραιότερος και έχει λιγότερο οξυγόνο. Το τοίχωμα της καρδιάς του είναι πιο παχύ απ' ότι στα περισσότερα θηλαστικά του ίδιου μεγέθους. Μπορεί επομένως, να αντέξει σ'ένα ρυθμό εντονότερο από 200 παλμών το λεπτό για σχετικά μεγάλο διάστημα.

ΒΪΟΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΡΙΟΓΙΔΟΥ
  • Μήκος σώματος: (90-) 110 έως 130 εκατοστά
  • Ύψος στους ώμους: 70 έως 85 εκατοστά
  • Μήκος κεράτων: 17 έως 30 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 35 έως 50 κιλά, ♀ 25 έως 40 κιλά, 14 έως 62 κιλά (μέσος όρος)


Η τροφή των αγριόγιδων, όπως και ο βιότοπός τους, αλλάζει με την εποχή. Τρέφονται με βοσκή ενδιάμεσου τύπου, όπως με χλόη (το καλοκαίρι) ή με διάφορα ποώδη φυτά και συμπληρωματικά με φύλλα δέντρων, κλαδιά και λειχήνες (τον χειμώνα). Τα αγριόγιδα σχηματίζουν μικρά κοπάδια, που τα ηγείται συνήθως ένα ενήλικο θηλυκό. Μόνο τα γέρικα ζώα και κυρίως τα αρσενικά απομονώνονται. Στην Ελλάδα, τα κοπάδια αυτά αποτελούνται συνήθως από 5 ως 15 άτομα (σπάνια ως 30) ενώ σε άλλες χώρες και σε περιοχές με υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν και τα 100 άτομα στο ίδιο κοπάδι. Το μεγαλύτερο μέγεθος των κοπαδιών παρατηρείται στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου. Κάθε κοπάδι διεκδικεί μια περιοχή 1.000-2.000 στρεμμάτων, που υπερασπίζονται από άλλα κοπάδια. Τα αρσενικά εγκαταλείπουν το κοπάδι της μητέρας τους σε ηλικία 2-3 χρόνων. Στην ηλικία των 8-9 ετών, που συμπίπτει με την έναρξη της αναπαραγωγικής ηλικίας, εγκαθίστανται στη δική τους επικράτεια. Τα αρσενικά ζουν μοναχικά το καλοκαίρι και ενώνονται με το υπόλοιπο κοπάδι το φθινόπωρο, όταν αρχίζει η αναπαραγωγική περίοδος. Στο τέλος του χειμώνα, απομακρύνονται κι επιστρέφουν στην μοναχική ζωή. Είναι περισσότερο δραστήρια τις πρωινές ώρες, ενώ όταν έχει συννεφιά και χαμηλή θερμοκρασία, κινούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Παρ'όλη τη γερή κράση τους, πεθαίνουν από πολλές αρρώστιες με χειρότερη την πλευροπνευμονία, συνηθισμένη και στα γιδοπρόβατα. Αν τότε κολλήσουν από τα ήμερα και ψώρα ή την είχαν από πρωτύτερα, παθαίνουν μεγάλες συμφορές. Όπως όλα τα ζώα που ζουν σε ομάδες, τα αγριόγιδα έχουν ανάγκη να ανταλλάσσουν πληροφορίες. Η επικοινωνία γίνεται με οσμές και ήχους, αλλά και με διάφορες χαρακτηριστικές και στερεότυπες στάσεις του σώματος. Όταν ένα αγριόγιδο εσθανθεί απειλή, ειδοπιεί το υπόλοιπο κοπάδι, βγάζοντας ένα εξαιρετικά δυνατό ρουθούνισμα σαν σφύριγμα. Οι βίαιες αναμετρήσεις είναι μάλλον σπάνιες κι η ιεραρχία εξασφαλίζεται με χαρακτηριστικές στάσεις του σώματος και συμπεριφορές, όπου το καθένα βρίσκει τη θέση του. Τα θηλυκά αγριόγιδα γίνονται σεξουαλικά ώριμα στην ηλικία των 2,5 ετών, ενώ τα αρσενικά στην ηλικία των 5 ετών. Η αναπαραγωγική περίοδος είναι από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τον Δεκέμβριο, με τα αρσενικά να κάνουν βίαιες μάχες, σε σημείο μέχρι το ένα να γκρεμιστεί στα βράχια. Το αρσενικό (όπως και ο κόκορας ή ο ταύρος) ζευγαρώνει με πολλά θηλυκά, πρέπει όμως πρώτα να ξεκαθαρίσει τη θέση του σε σχέση με τους άλλους νεαρούς, ενίοτε σκοτώνοντάς τους. Τα αρσενικά έχουν τόσο μεγάλο πόθο, που αν δε βρουν θηλυκά του είδους τους, έχουν καταγραφεί περιπτώσεις να ζευγαρώνουν με ήμερα κατσίκια. Τα υβρίδια από αυτές τις διασταυρώσεις βγαίνουν χωρίς τρίχωμα και ζουν το πολύ 2 μέρες. Η κύηση κρατάει 6 μήνες (24 με 25 εβδομάδες). Τα θηλυκά γεννάνε ένα, σπάνια δύο, μικρά κατά τον Μάιο (μερικές φορές και τον Ιούνιο). Το μικρό στέκεται στα πόδια του από την πρώτη στιγμή και στις δέκα μέρες ζωής αρχίζει να βόσκει τα πρώτα του χορταράκια. Ακολουθεί παντού τη μητέρα του, χοροπηδώντας, κουτρουβαλώντας και βελάζοντας σαν τα κατοικίδια κατσικάκια. Τον πρώτο χειμώνα θα τον περάσει κοντά της: την ακολουθεί κατά πόδας στη δύσκολη αναζήτηση της τροφής και τη νύχτα ζαρώνει κοντά της για να καλυφθεί από τον αέρα και το κρύο, καθώς η γούνα του δεν είναι ακόμα πλούσια. Αν χαθεί η μητέρα του, έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιβιώσει μέχρι την άνοιξη. Τα θηλυκά δεν δέχονται ξένα μικρά, και όταν πλησιάσει ένα ξένο μικρό, το θηλυκό το διώχνει κατεβάζοντας το κεφάλι και τινάζοντάς το προς τα πάνω (η κίνηση αυτή υποδηλώνει απειλή). Οι κυριότεροι θηρευτές του αγριόγιδου είναι ο λύκος, ο λύγκας και ο χρυσαετός. Το προσδόκιμο ζωής του σε φυσιολογικές συνθήκες είναι 11 με 20 χρόνια.

ΑΠΕΙΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΡΙΟΓΙΔΟ
Η κυριότερη απειλή για το αγριόγιδο αποτελεί η λαθροθηρία σε τμήματα της εξάπλωσής του, ιδίως εκτός προστατευόμενων περιοχών. Πολλά από τις λιγότερο πολυάριθμα υποείδη απειλούνται από τη σκόπιμη εισαγωγή υποειδών από άλλες γεωγραφικές περιοχές, οδηγώντας σε υβριδισμό και γενετικό τέλμα. Επίσης πρόβλημα μπορεί να αποτελέσει η ανθρώπινη διαταραχή, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα της αυξημένης δραστηριότητες τουρισμού και αναψυχής σε ορεινές περιοχές.
Στην Ελλάδα, η κυριότερη απειλή για το αγριόγιδο αποτελεί επίσης η λαθροθηρία, παρ'όλο που το κυνήγι του στη χώρα απαγορεύτηκε από την δεκαετία του '60. Σ' αυτό συμβάλλουν:
  • η ουσιαστικά ανύπαρκτη φύλαξη των βιοτόπων του,
  • η έλλειψη φορέων διαχείρισης και ειδικών επιστημόνων και φυλάκων στις προστατευόμενες περιοχές όπου απαντάται,
  • η οριοθέτηση των καταφυγίων άγριας ζωής χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικολογικές απαιτήσεις του είδους -- κάτι που συμβαίνει συχνά,
  • η διάνοιξη ορεινού οδικού δικτύου ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται πολύ η προσέγγιση των λαθροκυνηγών.
  • το κυνήγι από άγρια σκυλιά


Επίσης απειλή αποτελεί η υποβάθμιση των βιοτόπων του από την υπερβόσκηση, που πολλές φορές λαμβάνει μέρος μέσα ή έξω από εθνικούς δρυμούς. Επίσης μία ακόμα απειλή είναι ενετική αποδυνάμωση του είδους από τη σταδιακή συρρίκνωση του πληθυσμού του, καθώς οι πληθυσμοί δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, σχεδόν, σε όλες τις περιοχές. Το αγριόγιδο έχει ευρεία κατανομή σε Κεντρική Ευρώπη και Τουρκία - Καύκασο. Χαρακτηρίστηκε διεθνώς ως Ελάχιστης Ανησυχίας, λόγω των υψηλών πληθυσμιακών ομάδων σε εκείνες τις περιοχές (στην Ελβετία 90.000 άτομα) καθώς και της πυκνότητάς τους. Ο πανευρωπαϊκός πληθυσμός του αγριόγιδου ανέρχεται στις 440.000 άτομα, και στις προστατευόμενες περιοχές μπορεί να υπάρχουν 20 άτομα ανά εκτάριο. Στην Νότια Ευρώπη (Βαλκάνια) οι πληθυσμοί είναι πιο μικροί και αραιοί, με αποτέλεσμα να θεωρούνται σπάνιοι. Τέτοια κατάσταση επικρατεί στα Καρπάθια, τα Όρη Τάτρα, τον Καύκασο και τη Γαλλία, με τα υποείδη R. r. tatrica, R. r. caucasica και R. r. cartusiana.

ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΑΓΡΙΟΓΙΔΩΝ
Παρακάτω, οι καταστάσεις πληθυσμών των υποειδών:
  • Για το υποείδος R. r. asiatica, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για την κατάστασή του, όμως πιστεύεται ότι έχει υποστεί σημαντική μείωση.
  • Το βαλκανικό υποείδος, R. r. balcanica, αριθμεί χιλιάδες άτομα. Οι αριθμοί αυτοί πιστεύεται ότι μειώνονται σε όλους τους υπολπηθυσμούς.
  • Ο πληθυσμός του υποείδος των Καρπαθίων, R. r. carpatica, ανέρχεται στα 9.000 άτομα, και είναι πλέον επιβεβαιωμένο ότι αυτοί οι πληθυσμοί αυξάνονται.
  • Ο πληθυσμός του υποείδος R. r. cartusiana το 1970 ήταν 300 με 400 άτομα και 150 την περίοδο 1986-1987, αλλά ανέβηκε στα 2.000 το 2006.
  • Για το υποείδος R. r. caucasica υπάρχουν λίγα στοιχεία. Ο πληθυσμός του το 1990 έφτανε τα 15.000 άτομα, με τα μισά από αυτά να βρίσκονταν στον Μεγάλο Καύκασο και μόνο τα 500 από αυτά βρίσκονταν στο Μικρό Καύκασο.
  • Το υποείδος R. r. rupicapra είναι το πιο διαδεδομένο και πιο πληθέστερο. Οι αριθμοί του αυξάνονται συνεχώς (το 1990 υπήρχαν 4.000 άτομα, ενώ το 2000 υπήρχαν 17.000 άτομα)
  • Το σπανιότερο υποείδος, το R. r. tatrica, αριθμούσε 220 το 1999, αλλά μειώθηκε στα 200 το 2002. Το 2014 μετρήθηκαν μονάχα 160 άτομα. Μία απειλή γι' αυτό το υποείδος αποτελεί η εισαγωγή αγριόγιδων του υποείδους R. r. rupicapra στη Σλοβακία.


Στην Ελλάδα, το αγριόγιδο απειλείται με εξαφάνιση. Παλαιότερα υπήρχαν κάποιες χιλιάδες άτομα, όμως σήμερα, αποτελείται μόνο από 19 πληθυσμιακές ομάδες και αριθμεί συνολικά 600-800 άτομα περίπου (το 50% του πληθυσμού βρίσκεται στην Πίνδο). Γι' αυτό τον λόγο, στην Ελλάδα κατατάχτηκε στα Σχεδόν Απειλούμενα και θεωρείται σπάνιο, ακόμη και στις περιοχές με τις υψηλότερες πληθυσμιακές ομάδες. Ευτυχώς, 4 τουλάχιστον πληθυσμοί αγριόγιδου στην Ελλάδα, με κυριότερο εκείνον της Τύμφης (πληθυσμός 200 άτομα), δείχνουν τα τελευταία 10 χρόνια μια μικρή αλλά σταθερή τάση ανάκαμψης. Αυτό χαροποιεί ιδιαίτερα τους λίγους επιστήμονες που ασχολούνται με το σπάνιο και προστατευόμενο αυτό θηλαστικό, καθώς επίσης και ορισμένες ορεινές τοπικές κοινωνίες που αρχίζουν και βλέπουν σε αυτό το σπάνιο είδος μια «οικοτουριστική διέξοδο» στη σημερινή οικονομική κρίση. Από τα παλιά χρόνια το αγριόγιδο θεωρείται αγαπημένο θήραμα των κυνηγών. Το κυνηγούν για διάφορους λόγους, για το κρέας του, για τρόπαιο, ή για το δέρμα του, το λεγόμενο σαμουά. Κύρια προϊόντα από το αγριόγιδο αποτελούν το δέρμα του «σαμουά» (chamois leather), που το χρησιμοποιούμε κυρίως για την κατασκευή ρούχων, αλλά και καθισμάτων ποδηλάτων, και το «γένι», που παραδοσιακά φοριέται ως διακόσμηση για τα καπέλα σε όλες τις αλπικές χώρες (gamsbart). Παρά την διασημότητα του «σαμουά», τα δέρματα ελαφιών, προβάτων και κατσικιών χρησιμοποιούνται περισσότερο.